αποκάλυψη

αποκάλυψη
Όρος με ευρύ θρησκευτικό περιεχόμενο που τον χρησιμοποιούν όλες οι θρησκείες, και με ιδιαίτερο τρόπο ο χριστιανισμός. O άνθρωπος αισθάνεται μέσα του τη βαθιά ανάγκη να ανακαλύψει το νόημα του κόσμου και της ζωής, αλλά βλέπει πως μόνος του δεν το κατορθώνει, γι’ αυτό και στηρίζεται στην α. της θείας και υπερφυσικής αλήθειας. Οι διάφορες θρησκείες χαρακτηρίζουν τα ποικίλα πρόσωπα, πράγματα και φαινόμενα του κόσμου ως α. του Θεού. Η έννοια αυτή έχει πρωταρχική σημασία στις θρησκείες που βασίζονται στη διδασκαλία ενός ιδρυτή ή ενός ή περισσότερων προφητών που αποκαλύπτουν απόλυτες αλήθειες ή στις θεϊστικές θρησκείες τις οποίες κάποιος θεός δίνει στους ανθρώπους. Ολόκληρος ο βουδισμός στηρίζεται στον μεγάλο Φωτισμό και στη θεία γνώση που δέχτηκε o Βούδας κάτω από τη συκιά για τις τέσσερις ευγενείς αλήθειες. Η θρησκεία των Περσών θεμελιώνεται στη θεία εμφάνιση του Θεού στον Ζωροάστρη, που γίνεται προφήτης της νέας α. Στον ιουδαϊσμό έχουμε την α. της υπερφυσικής αλήθειας και πραγματικότητας από τον Θεό στους πατριάρχες (Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ), στους βασιλιάδες (Σαούλ, Δαβίδ, Σολομών) και στους προφήτες με την πιο τέλεια και συγκεκριμένη μορφή. Κατά τον μωαμεθανισμό, o Θεός ενέπνευσε τον ιδρυτή προφήτη του Μωάμεθ. Στον χριστιανισμό, η α. του Θεού ολοκληρώνεται στον Ιησού Χριστό, o οποίος ως δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας ενώνει τη θεία φύση με την ανθρώπινη με το γεγονός της ενσάρκωσής του. Τα λόγια, η ζωή και το έργο του Χριστού είναι η τέλεια α. και παρουσία του Θεού ανάμεσα στους ανθρώπους. «Ο αρχάγγελος Γαβριήλ εμπνέει τον Μωάμεθ στο τέμενος της Μεδίνα», σε μικρογραφία (Μουσείο Τουρκικής και Ισλαμικής Τέχνης, Κωνσταντινούπολη). Μικρογραφία από την «Αποκάλυψη» του αγίου Σεβήρου, του 11ου αι. (Εθνική Βιβλιοθήκη, Παρίσι). Φορητή εικόνα του 15ου αι., που απεικονίζει τον άγιο Ιωάννη μέσα στο σπήλαιο της Πάτμου να υπαγορεύει «εξ αποκαλύψεως» το Ευαγγέλιο στον μαθητή του Πρόχορο· ο αετός στη μέση είναι το σύμβολο του ευαγγελιστή (Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών).
* * *
η (AM ἀποκάλυψις)
1. η αφαίρεση καλύμματος, το ξεσκέπασμα
2. φανέρωση, παρουσίαση
3. εκκλ. α) η φανέρωση των θείων μυστηρίων στους ανθρώπους
β) τίτλος του προφητικού βιβλίου του Ευαγγελιστή Ιωάννη (ΚΔ)
γ) φρ. «εξ αποκαλύψεως» — με θεία έμπνευση ή δήλωση
νεοελλ.
1. η εκμυστήρευση, η ανακοίνωση μυστικών
2. το να βγάλει κανείς στη φόρα τα όσα απέκρυπτε κάποιος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποκάλυψη — η φανέρωμα μυστικών: Οι κατηγορούμενοι είπαν ότι θα κάμουν μια σημαντική αποκάλυψη. Ως κύρ. όνομα, Αποκάλυψη το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποκαλύψῃ — ἀποκαλύψηι , ἀποκάλυψις uncovering fem dat sg (epic) ἀποκαλύπτω uncover aor subj mid 2nd sg ἀποκαλύπτω uncover aor subj act 3rd sg ἀποκαλύπτω uncover fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Απόκρυφα — Θρησκευτικά κείμενα που συνδέονται άμεσα με την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. Είναι γραμμένα κατά μίμηση των κανονικών βιβλίων της Αγίας Γραφής, δεν θεωρούνται όμως κανονικά. Ο όρος σήμαινε βιβλία μυστικά, κρυμμένα, γιατί θεωρούνταν τα ιερά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • αποκαλυπτικός — ή, ό (Α ἀποκαλυπτικός, ή, όν) 1. ο ικανός να αποκαλύπτει, αυτός που συντελεί στην αποκάλυψη 2. αυτός που αναφέρεται στην αποκάλυψη ή ανήκει σ αυτήν αρχ. όποιος είναι άξιος να δεχτεί την αποκάλυψη του Λόγου του Θεού …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τηλεόραση — ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Ήταν Απρίλιος του 1966 όταν από το χώρο που είχε διαθέσει ο ΟΤΕ στο τότε ΕΙΡ (Ελληνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας) έγινε η πρώτη εκπομπή τηλεοπτικού προγράμματος. Ήταν το πρώτο τηλεοπτικό δελτίο ειδήσεων. Με καθυστέρηση μιας τουλάχιστον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”